Με προσκάλεσε (πριν από ένα διάστημα βέβαια :/) ο
Αταίριαστος να γράψω το αγαπημένο μου ποίημα ως αντίσταση στους καιρούς. Να προλογίσω λέγοντας ότι τις λίγες γνώσεις μου για την ποίηση τις απέκτησα
μη προσέχοντας στο μάθημα της Λογοτεχνίας και ξεφυλλίζοντας το βιβλίο μόνος μου...
Ο τίτλος είναι tribute στη Μαρίνα των Βράχων του Οδυσσέα Ελύτη που αποκλείστηκε τελευταία στιγμή... Θα γράψω το μόνο (καλώς ή κακώς) ποίημα που με έχει επηρεάσει ουσιαστικά: Ιθάκη, του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
-----------------------------------------------------
Κοίταζα πριν λίγες μέρες, μετά από πολλά χρόνια, τις φωτογραφίες στο σαλόνι μας. Πάνω από τους νεκρούς της οικογένειας, δικές μας φωτογραφίες. Ο γάμος των γονιών μου, εγώ, τα αδέρφια μου...
Διακρίνω μια φωτογραφία κρυμμένη πίσω από τις άλλες. Εγώ, στην αγκαλιά της μάνας μου, μωρό. Στο σπίτι μας στην Αθήνα. Γελάμε, γελάμε, γελάμε...
Πέφτω στον καναπέ και, χωρίς λόγο, βάζω τα κλάματα.