Σήμερα το πρωί, ο πατέρας μου χρειάστηκε να πάει στο ταχυδρομείο. Ξεκίνησε δοκιμαστικά από το μεγάλο, όπου... βρήκε παρκάρισμα! Μέχρι να φτάσει εκεί όμως, το δεκαπεντάχρονο πλέον αυτοκίνητό μας είχε κατά την προσφιλή του συνήθεια αδειάσει το ψυγείο. Μπαίνοντας στο ταχυδρομείο, τον ενημερώνουν ότι έχει κλείσει ως προς την εξυπηρέτηση του κοινού και λειτουργεί μόνο ως αποθήκη. Βγαίνοντας (και σιχτιρίζοντας) διακρίνει (τι ευτυχία) μια βρύση στο απέναντι πεζοδρόμιο. Παίρνει ένα μπουκάλι, το γεμίζει νερό, ανοίγει το καπάκι του ψυγείου για να το γεμίσει και καίει όλο το δεξί του χέρι από το καυτό νερό...
Το απόγευμα αγγαρεύει φυσικά εμένα να πάω στο ταχυδρομείο. Μπαίνοντας παρατηρώ αμέσως δύο πράγματα:
1) Η ξινή έλειπε.
2)Η ουρά αποτελούνταν από ένα μόνο άτομο.
Πλησιάζοντας τα γκισέ, ανακάλυψα με φρίκη ότι ένας γέρος συζητούσε τα οικογενειακά του με μία εκ των υπαλλήλων. Όταν ο γέρος αποχώρησε (μετά από ένα σεβαστό χρονικό διάστημα), απορροφήθηκαν σε βαθιά ανάλυση των όσων είπε. Έφυγα ευχόμενος να πετυχαίνω την ξινή στο μέλλον.
Υ.Γ.:
1 σχόλιο:
να τους πάρεις τηλέφωνο (στο ραμ)
Δημοσίευση σχολίου